- θύσεως
- θύσεω̆ς , θύσιςragingfem gen sg (attic)θύ̱σεω̆ς , θῦσιςragingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θύσις — και θῡσις, εως, ἡ (Α) [θύω (ΙΙ)] ταραχή, μανία («ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek